ιππηλασιος

ιππηλασιος
    ἱππηλάσιος
    ἱππ-ηλάσιος
    3
    (ᾰ) годный для проезда, т.е. удобный, широкий
    

(ὁδός Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ιππηλασιος" в других словарях:

  • ιππηλάσιος — ία, ιο(ν) (Α ἱππηλάσιος, ία και ίη, ον) [ιππηλάτης] το θηλ. ως ουσ. η ιππηλασία το τρέξιμο με άλογο, η ιπποδρομία (α. «έμπειρος στην ιππηλασία» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ. γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν… …   Dictionary of Greek

  • ἱππηλάσιον — ἱππηλάσιος driving masc acc sg ἱππηλάσιος driving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασίαις — ἱππηλάσιος driving fem dat pl ἱππηλασία driving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασίη — ἱππηλάσιος driving fem nom/voc sg (epic ionic) ἱππηλασία driving fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασίοις — ἱππηλάσιος driving masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασίῃ — ἱππηλάσιος driving fem dat sg (epic ionic) ἱππηλασία driving fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλάσια — ἱππηλάσιος driving neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασία — ἱππηλασίᾱ , ἱππηλάσιος driving fem nom/voc/acc dual ἱππηλασίᾱ , ἱππηλάσιος driving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱππηλασίᾱ , ἱππηλασία driving fem nom/voc/acc dual ἱππηλασίᾱ , ἱππηλασία driving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππηλασίας — ἱππηλασίᾱς , ἱππηλάσιος driving fem acc pl ἱππηλασίᾱς , ἱππηλάσιος driving fem gen sg (attic doric aeolic) ἱππηλασίᾱς , ἱππηλασία driving fem acc pl ἱππηλασίᾱς , ἱππηλασία driving fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακηράσιος — ἀκηράσιος, ον (Α) 1. άθικτος, αμιγής, καθαρός 2. ανόθευτος, μη αναμιγμένος με κάτι άλλο «ἀκηράσιος οἶνος» 3. δροσερός, νεανικός 4. απάτητος (για λειμώνες). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο και μαζί παράλληλος επικός τ. της λ. ἀκήρατος: ἀκήρατος > *ἀκηράτ ιος …   Dictionary of Greek

  • ιππηλασία — η βλ. ιππηλάσιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»